Μερικές σκέψεις για τη νομική μετάφραση στο ζεύγος αγγλικά-ελληνικά
Ποιο λοιπόν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα ενός μεταφραστή νομικών κειμένων; Τι είναι αυτό που θεωρεί το δυσκολότερο εμπόδιο στη δημιουργία μιας άρτιας μετάφρασης;
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, θα μας πουν οι νομικοί μεταφραστές, είναι ότι τα λεξικά δεν είναι πλήρη. Προτού όμως συμφωνήσουμε ανεπιφύλακτα με αυτήν τη διαπίστωση, ας την εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά: τι σημαίνει ότι «τα λεξικά δεν είναι πλήρη»;
«Τα λεξικά δεν είναι πλήρη», θα πουν κάποιοι, «κι αυτό το διαπιστώνω συχνά όταν ψάχνω να βρω έναν όρο και αντί του όρου βρίσκω μια μακροσκελή εξήγηση». Κάποιοι άλλοι θα πουν «τα λεξικά δεν είναι πλήρη, γιατί συχνά τα λήμματα περιέχουν μονάχα την πιστή μετάφραση ενός όρου και όχι κάτι που θα χρησιμοποιούσαμε εύκολα». Ας αφήσουμε προς το παρόν κατά μέρος αυτό το μυθικό τέρας της «πιστής μετάφρασης», το οποίο αξίζει τη δική του ξεχωριστή ανάλυση, και ας αναλογιστούμε το εξής: είναι πράγματι λογική η απαίτηση να περιμένουμε να μας δώσει όλες τις λύσεις ένα λεξικό;
Η νομική γλώσσα είναι μια υπογλώσσα με πολύ ειδικά χαρακτηριστικά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι από όλες τις τεχνικές γλώσσες αυτή είναι η πιο περίπλοκη κι αυτό επειδή είναι πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον της χώρας στην οποία χρησιμοποιείται. Και όχι μόνο αυτό: έχει διαμορφωθεί και συνεχίζει να διαμορφώνεται στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, εντός του οποίου αποκτά δική της, εντελώς διαφορετική υπόσταση, γίνεται απροσπέλαστη από τους μη ειδικούς και χρειάζεται συχνά η συνδρομή ενός επιστήμονα του πεδίου για να αποσαφηνιστεί.
Ως προς αυτό το τελευταίο, ουδέν καινόν. Όλες οι ειδικές υπογλώσσες που μιλιούνται από μια κοινωνική ομάδα, είτε αυτή αποτελείται από μηχανικούς, είτε από εφήβους ή φυλακισμένους, έχουν συχνά τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο νόμος όμως είναι πανταχού παρών, ρυθμίζει την καθημερινότητά μας, είναι απαραίτητος για την καθημερινή μας συμβίωση. Οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζεται να αποκρυπτογραφούν νομικά κείμενα σχεδόν σε καθημερινή βάση – κι αν ετοιμάζεστε να πείτε πως όχι, εγώ όχι, σκεφτείτε πόσοι από εμάς συχνά επιλέγουμε το κουτάκι «συμφωνώ» ή άλλο παρόμοιο στις EULA που συνοδεύουν τα προγράμματα του υπολογιστή ή του κινητού τηλεφώνου μας.
Βέβαια, η γλώσσα του νόμου απαιτεί ειδική προσέγγιση σε ό,τι αφορά την αποκρυπτογράφησή της, όχι μόνο επειδή η δομή της είναι σύνθετη, αλλά επειδή περιέχει και όρους που συχνά δεν μπορούμε να βρούμε ούτε καν στα μονόγλωσσα λεξικά μας – πάρτε για παράδειγμα τη λέξη δυστροπία, που απαντάται στον Εισαγωγικό Νόμο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 66.
Οι κακές γλώσσες –όχι βέβαια η δική μας– λένε ότι η ανάγκη αυτή της ειδικής προσέγγισης έχει προκύψει επειδή οι δικηγόροι επιδιώκουν να μη γίνεται εύκολα κατανοητό το αντικείμενο από το ευρύ κοινό, που ως εκ τούτου θα τους έχει απόλυτη ανάγκη. Όσο κι αν είναι υπερβολική αυτή η θέση, η αλήθεια είναι πως η νομική γλώσσα είναι εδώ και αιώνες ένα απόκρυφο αντικείμενο, μυστήριο και ανεξιχνίαστο χωρίς τη συνδρομή των ειδικών.
Στην πραγματικότητα, η δυσκολία που παρουσιάζει η γλώσσα του νόμου οφείλεται σε ένα σύνολο παραγόντων που θα άξιζε να εξεταστεί σε ξεχωριστό σημείωμα. Για αρχή, αρκεί να παρατηρήσουμε πως συχνά ούτε κι εδώ υπάρχει παρθενογένεση: το κείμενο ενός νόμου που χρησιμοποιούμε σήμερα κάποιες φορές έχει γεννηθεί πριν από εκατοντάδες χρόνια σε μια άλλη χώρα, μια άλλη χρονική περίοδο – από τότε μεταφράστηκε, μεταγλωττίστηκε, τροποποιήθηκε και συνεχίζει να τροποποιείται για να εξυπηρετεί τις ανάγκες μιας εξελισσόμενης κοινωνίας. Είναι λοιπόν δύσκολο να γίνουν σημαντικές παρεμβάσεις ώστε να καταστεί το νόημα του εκάστοτε κειμένου διάφανο και για τον μη ειδικό. Συχνά μάλιστα το κείμενο έχει ερμηνευτεί τόσες φορές στην πράξη ώστε και για την ειδικότερη ερμηνεία του σε επιμέρους ζητήματα χρειάζεται σύσκεψη ολόκληρης ομάδας ειδικών.
Αν νομίζετε πως αυτό αποτελεί υπερβολή, θυμηθείτε τη διαμάχη που έχει προκύψει στην Ελλάδα για το θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών: πράγματι, ο σχετικός νόμος (Π.Δ. 391, ΦΕΚ Α/18.06.1982) δεν κάνει αναφορά στο φύλο των μελλόνυμφων. Είναι προφανές πως αυτό συμβαίνει επειδή την εποχή που υπεγράφη το Προεδρικό Διάταγμα ούτε καν θα περνούσε από το μυαλό του νομοθέτη πως τα «πρόσωπα που επιθυμούν να τελέσουν γάμο μεταξύ τους» μπορεί να ανήκουν στο ίδιο φύλο: ήταν αυτονόητο πως τα «πρόσωπα» ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα. Έτσι λοιπόν, οι κοινωνικές συνθήκες συχνά απαιτούν επανεξέταση του κειμένου του νόμου με σκοπό να διασαφηνιστεί αυτό προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Ο νόμος εξελίσσεται παράλληλα με την κοινωνία –αν και συχνά όχι με τον ίδιο ρυθμό– και στο πλαίσιο της εξέλιξης αυτής αναδύεται συχνά η παράμετρος της ερμηνείας, η οποία συχνά επηρεάζει άμεσα τους νομικούς μεταφραστές.
Ας μην εξετάσουμε όμως περαιτέρω τα επιμέρους ζητήματα ερμηνείας, καθώς αφορούν περισσότερο τους νομικούς, και ας δούμε αντ’ αυτών τον τρόπο με τον οποίο όλα τα χαρακτηριστικά της νομικής γλώσσας που αναφέραμε ως τώρα διαμορφώνουν το έργο του μεταφραστή νομικών κειμένων και συγκεκριμένα στο ζεύγος αγγλικά-ελληνικά.
Όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της αγγλικής γλώσσας καθρεφτίζει τις ιστορικές διεργασίες που έγιναν στις χώρες όπου η γλώσσα αυτή μιλιέται – αρχής γενομένης από την Αγγλία. Οι Αγγλοσάξονες εκτόπισαν τους Κέλτες, και μαζί τους την κελτική γλώσσα. ,Ακολούθησαν οι Σκανδιναβοί και αργότερα οι Νορμανδοί. Οι τελευταίοι έφεραν μαζί τους τα γαλλικά. Ας μην ξεχνάμε και την πιο γενικευμένη προσπάθεια εκχριστιανισμού του πληθυσμού που ξεκίνησε με τον Αυγουστίνο, τον πρώτο Αρχιεπίσκοπο του Κάντερμπρι, τον 6ο αιώνα και έφερε μαζί της τα λατινικά. Είναι εμφανής ακόμα και σήμερα η επίδραση που είχαν όλα τα παραπάνω στην καθομιλουμένη αγγλική γλώσσα· όμως η επίδραση που είχαν ειδικά στη νομική αγγλική γλώσσα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Για πολλούς αιώνες στην Αγγλία, τα γαλλικά και τα λατινικά ήταν οι επίσημες γλώσσες του κράτους, και μαζί και του νόμου.
Η σχέση που έχει η ιστορία της Αγγλίας με τη γλώσσα της και ειδικότερα με το αντικείμενο της νομικής μετάφρασης δεν είναι εμφανής με την πρώτη ματιά – είναι μέχρι και βαρετή, θα έλεγε κανείς. Στην πραγματικότητα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον: Φράσεις όπως to have and to hold, give, devise and bequeath και rest, residue and remainder δεν γεννήθηκαν για να δημιουργούν πονοκέφαλο στο μεταφραστή, αλλά προέρχονται από ένα μακρινό παρελθόν όπου η γραφή και η ανάγνωση ήταν προνόμιο των κληρικών και της αριστοκρατίας. Όσοι μιλούν γαλλικά, αναγνωρίζουν στην περίφημη κατάληξη –ee τη μετοχή της γαλλικής γλώσσας, με την οποία στα αγγλικά δημιουργούνται ζεύγη ουσιαστικών που δείχνουν ενεργητική και παθητική σχέση με την υπό εξέταση ενέργεια: lessor και lessee, employer και employee, mentor και mentee και άλλα τέτοια ζεύγη που συχνά δημιουργούν προβλήματα στο μεταφραστή – τα οποία δεν τελειώνουν βέβαια εδώ. Οι λατινικές εκφράσεις της αγγλικής νομικής γλώσσας και μόνο αρκούν για να δώσουν τροφή σε εκτενείς συζητήσεις σε ό,τι αφορά την απόδοσή τους. Η προφανής λύση για το μεταφραστή είναι η χρήση τους ως έχουν, όμως τι κάνουμε στην περίπτωση λατινικών όρων που δεν έχουν αντιστοιχία στα ελληνικά, όπως για παράδειγμα ο όρος amicus curiae;
Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν αντιμετωπίζουμε τα παραπάνω προβλήματα στον ίδιο βαθμό, καθώς το λεξιλόγιο που κληρονομήσαμε από τους διαφορετικούς λαούς που άφησαν τη σφραγίδα τους στον ελλαδικό χώρο ανά περιόδους δεν πέρασε στο νομικό λεξιλόγιο. Ή μάλλον, δεν πέρασε σε τόσο εκτενή βαθμό όσο στα αγγλικά – σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας ακόμα χρησιμοποιούνται σε περιορισμένο βαθμό όροι τους οποίους κληρονομήσαμε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη Ρόδο, για παράδειγμα, βρίσκουμε ακόμα και σήμερα ακίνητα «νομικής φύσης μουλκ[1]».
Μπορεί βέβαια η διάσταση του νομικού λεξιλογίου και της προέλευσής του στην ελληνική γλώσσα να μην έχει πορεία όμοια με αυτήν της αγγλικής, ωστόσο, αντιμετωπίζουμε ακόμα τον απόηχο του γλωσσικού ζητήματος, που μας έχει κληροδοτήσει μια νομική γλώσσα γεμάτη δύστροπη σύνταξη, τύπους της καθαρεύουσας και υπερβολικά πυκνό λόγο. Δεν είναι σπάνιο, για παράδειγμα, ένα ελληνικό δικόγραφο να περιέχει μονοπερίοδες παραγράφους στις οποίες δεν χρησιμοποιείται η αναλυτική σύνταξη της νέας ελληνικής. Τα κείμενα αυτά παρουσιάζουν ειδική δυσκολία στη μετάφρασή τους, καθώς για παράδειγμα ο μεταφραστής είναι συχνά υποχρεωμένος να αλλάξει τη δομή των προτάσεων ώστε να παραγάγει μετάφρασμα με ξεκάθαρο νοηματικό περιεχόμενο. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια η τάση αυτή έχει αρχίσει να αλλάζει, καθώς οι νομικοί γράφουν πια χωρίς να καταφεύγουν τόσο συχνά στη χρήση γλώσσας με στοιχεία καθαρεύουσας. Επειδή ωστόσο το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό αποτελεί κομμάτι της ελληνικής νομικής γλώσσας, είναι πιθανό να συνεχίσει να παιδεύει για πολύ καιρό τους μεταφραστές που ειδικεύονται σε αυτό το μεταφραστικό αντικείμενο.
Στα επιμέρους χαρακτηριστικά της εκάστοτε νομικής υπογλώσσας έρχεται να προστεθεί ακόμα ένα, κοινό σε όλες: αυτό του συγκειμένου. Συχνά, λέξεις της καθομιλουμένης έχουν εντελώς διαφορετικό νόημα σε ένα νομικό κείμενο και δημιουργούν ακόμα ένα πρόβλημα για τον μη ειδικό αναγνώστη, καθώς τις αναγνωρίζει αλλά δεν τις καταλαβαίνει. Αν μιλήσουμε για «αρραβώνα» σε ένα προσύμφωνο αγοραπωλησίας δεν σημαίνει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι ψώνισαν βέρες πριν υπογράψουν, όπως αντίστοιχα αν πούμε ότι κάτι πωλήθηκε αντί «consideration» στα αγγλικά δεν θα εννοούμε βέβαια ότι ο πωλητής εισέπραξε ευαισθησία σε αντάλλαγμα για το πωλούμενο.
Έχουμε δει λοιπόν ως τώρα ότι ορισμένες δυσκολίες που προκύπτουν στη νομική μετάφραση στο ζεύγος αγγλικά-ελληνικά οφείλονται τόσο στην ιστορική εξέλιξη της εκάστοτε γλώσσας, όσο και στην ειδική χρήση του λεξιλογίου που εξαρτάται άμεσα από το συγκείμενο. Η σημαντικότερη δυσκολία ωστόσο έγκειται στους όρους που είναι άμεσα συνδεδεμένοι με το πολιτισμικό υπόβαθρο της χώρας στην οποία χρησιμοποιούνται, στους περιβόητους culture-bound terms, οι οποίοι σε μερικές περιπτώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν μη μεταφράσιμοι.
Ορισμένοι μελετητές της νομικής γλώσσας[2] λένε πως όλοι οι νομικοί όροι έχουν αυτό το χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, το Constitution των ΗΠΑ αφορά διαφορετικό σημαινόμενο από αυτό που στα ελληνικά περιγράφεται με τον όρο Σύνταγμα, κι έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μεταφοράς νομικών όρων από μια γλώσσα σε μια άλλη είναι καταδικασμένη σε αποτυχία: η νομική γλώσσα είναι αμετάφραστη.
Προτού όμως βιαστούμε να σκεφτούμε εναλλακτικές επιλογές καριέρας, ας αναλογιστούμε το εξής: ο κόσμος μεταφράζει. Στη σημερινή πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης μάλιστα, μεταφράζεται καθημερινά τεράστιος όγκος νομικών κειμένων. Επομένως, η αδυναμία μεταφοράς στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω μάλλον ανήκει στη σφαίρα της φιλοσοφίας της μετάφρασης. Δεν σημαίνει βέβαια αυτό πως δεν υπάρχει πρόβλημα, κάθε άλλο, κι αυτό το έχουμε δει από πρώτο χέρι όσοι έχουμε προσπαθήσει να εξηγήσουμε τι ακριβώς είναι ηαντιπαροχή σε κάποιον αγγλόφωνο συνεργάτη.
Και για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα που τέθηκε στην αρχή, παράδειγμα της αντιπαροχής μάς βοηθά να διαπιστώσουμε πως δεν είναι εφικτό να μας δίνουν τα λεξικά όλες τις μεταφραστικές λύσεις. Διάφοροι μελετητές του αντικειμένου έχουν προτείνει σειρά προσεγγίσεων για τις περιπτώσεις αυτές[3]. Θα τις αδικούσαμε αν τις αναφέραμε εδώ επιτροχάδην. Έχει αξία όμως να τονίσουμε πως η νομική μετάφραση δεν περιορίζεται απλώς στη χρήση καλών λεξικών.
Τα καλά λεξικά είναι ένα πάρα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Αυτό όμως που στ’ αλήθεια χρησιμεύει είναι η εις βάθος κατανόηση του αντικειμένου. Δεν πρόκειται περί αόριστης γενίκευσης· ο νομικός μεταφραστής είναι κάποιες φορές η μόνη γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στον δημιουργό του κειμένου πηγή και τον αποδέκτη του κειμένου στόχος, παρέχοντας στον δεύτερο ικανές πληροφορίες ώστε αυτός να συλλάβει τις πολύπλοκες έννοιες του αρχικού κειμένου. Ο Γιάννης Χάρης[4] έχει γράψει, σε κείμενό του για τη λογοτεχνική μετάφραση, πως «καλή είναι η μετάφραση που δεν διαλαλεί τον μόχθο της». Ο αναγνώστης σπάνια εντάσσει στην κατηγορία αυτή τις ειδικές μεταφράσεις· κι όμως: στην περίπτωσή μας συγκεκριμένα, για να αποδώσουμε πολύπλοκες νομικές έννοιες από τη μια γλώσσα στην άλλη, χρειάζεται συχνά πραγματολογική έρευνα που δεν είναι και δεν πρέπει να είναι εμφανής. Πρέπει όμως να είναι ενδελεχής.
H Μάτα Σαλογιάννη είναι απόφοιτος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου και μιλάει αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, πορτογαλικά και τουρκικά. Εργάζεται ως επαγγελματίας μεταφράστρια από το 2000 με ειδίκευση στη νομική μετάφραση και συνεργάζεται με μεταφραστικές εταιρείες, οργανισμούς και φορείς. Διδάσκει μετάφραση από το 2006 και είναι μεταφράστρια λογοτεχνίας από το 2005.
[1] Ακίνητο ελεύθερης ιδιοκτησίας, δηλαδή όχι δημόσιο ή βακουφικό. Από την τουρκική λέξη mülk, ιδιοκτησία που με τη σειρά της προέρχεται από την αραβική λέξη milk/mulk مِلك/مُلك, η κατάσταση του να είναι κάποιος κύριος ενός πράγματος.
[2] Michael Beaupré, Introduction, Les Cahiers de droit, vol. 28, n° 4, 1987, p. 735-745.
[3] Sarcevic, Susan, New Approach to Legal Translation, Kluwer Law International, 1997.
[4] http://yannisharis.blogspot.gr/2008/11/blog-post.html
Source: http://blog.peempip.gr/μερικές-σκέψεις-για-τη-νομική-μετάφρα/