Σε προηγούμενη ανάρτησή μας αναφερθήκαμε στις πολιτισμικές ασυμβατότητες στη νομική μετάφραση που συχνά ανακύπτουν και ειδικότερα στις πραγματολογικές ασυμβατότητες. Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίος ο νομικός μεταφραστής καλείται να λύσει τις ασυμβατότητες αυτές.
Το παράδειγμα μας αφορούσε τη μετάφραση του όρου fiduciary από τα αγγλικά στα ελληνικά, ενώ καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ισοδύναμος όρος που να αποδίδει με ακρίβεια την έννοια του fiduciary στα ελληνικά. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να τονίσουμε ότι για να μπορέσει ο νομικός μεταφραστής να φτάσει στο συμπέρασμα αυτό θα πρέπει να είναι εξοικειωμένος με το δίκαιο και των δυο εμπλεκόμενων εννόμων τάξεων: της έννομης τάξης από την οποία προέρχεται το κείμενο-πηγή και της έννομης τάξης του κειμένου-στόχου. Η γνώση της πρώτης θα δώσει στο μεταφραστή μια ξεκάθαρη εικόνα για την έννοια, το περιεχόμενο, αλλά και τη λειτουργία του θεσμού, του όρου ή της πραγματικότητας που καλείται να μεταφράσει. Η γνώση της δεύτερης θα του δώσει την ικανότητα να αναζητήσει τον αντίστοιχο θεσμό, όρο ή πραγματικότητα στη γλώσσα- στόχο.
Στην περίπτωση τώρα που, όπως στο παράδειγμα μας, δεν υπάρχει ισοδύναμος θεσμός, όρος ή πραγματικότητα, ο μεταφραστής θα πρέπει να προβεί σε ερμηνευτική απόδοση τους, με στόχο πάντοτε την επίτευξη κατανόησης από τον τελικό αποδέκτη. Το κείμενο-στόχος θα χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μιας διαφορετικής έννομης τάξης από πρόσωπα που είναι εξοικειωμένα μόνο με το δικό τους νομικό σύστημα. Στόχος του μεταφραστή θα πρέπει να είναι η διαυγής παρουσίαση της ξένης δικαιϊκής τάξης, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η δομή και το νομικό αποτέλεσμα του κειμένου και φυσικά χωρίς με την ερμηνευτική του αυτή απόδοση να περιορίζει ή να αυξάνει την ποσότητα της πληροφορίας που θα αντλήσει από το μετάφρασμα ο αποδέκτης του.
Δύσκολο; Σίγουρα, όχι όμως και ακατόρθωτο.
Σε κάθε περίπτωση, ο νομικός μεταφραστής θα πρέπει να ενημερώνει τον εντολέα του σχετικά με τις επιπτώσεις που πηγάζουν από τις ασυμβατότητες μεταξύ των εμπλεκόμενων πολιτισμών, καθώς και σχετικά τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να αντιμετωπίσει τις πολιτισμικές ασυμβατότητες στη νομική μετάφραση του.
Στο παράδειγμα μας, λοιπόν, επέλεξα να αποδώσω τον όρο fiduciary με τον περιφραστικό όρο «διαχειριστής αλλότριας περιουσίας», εμπνεόμενη από τον θεσμό της διοίκησης αλλοτρίων του άρθρου 730 του Αστικού Κώδικα. Ο λόγος που ο αγγλικός όρος δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ως «διοικητής αλλοτρίων» είναι επειδή υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών: Ο διοικητής αλλοτρίων του ελληνικού δικαίου «διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση», ενώ ο fiduciary ενεργεί κατόπιν εντολής.
Όπως όμως για κάθε μεταφραστή, έτσι και για το νομικό μεταφραστή, η πολυπολιτισμικότητα αποτελεί απαραίτητο εργαλείο της δουλειάς του. Καθώς κάθε μορφή διαγλωσσικής επικοινωνίας είναι και διαπολιτισμική (Βλαχόπουλος, σελ. 36) και καθώς η κάθε έννομη τάξη διαμορφώνεται στο πλαίσιο συγκεκριμένου πολιτισμού, είναι απολύτως απαραίτητο ο μεταφραστής να γνωρίζει και να έχει εκτεθεί εκτός από τον μητρικό και στον ξένο πολιτισμό. Αυτή είναι και η ουσία του ρόλου που καλείται να επιτελέσει ο μεταφραστής, ως το πρόσωπο που μεταφέρει το μήνυμα και το περιεχόμενο του κειμένου από τον έναν πολιτισμό στον άλλο και που βρίσκει λύσεις στις πολιτισμικές ασυμβατότητες στη νομική μετάφραση.
Σύμφωνα με τον Βλαχόπουλο, ο οποίος με τη σειρά του αναφέρεται σε έρευνα των Maddux & Galinsky από το πεδίο της διοίκησης επιχειρήσεων (Βλαχόπουλος, σελ. 37) «Η απλή γνώση της γλώσσας ως συνόλου πεπερασμένου λεξιλογικών τεμαχίων και συντακτικών μηχανισμών, χωρίς τη γνώση των πολιτισμικών στοιχείων που αντικατοπτρίζει η χρήση συγκεκριμένης λέξης ή η χρήση συγκεκριμένου συντακτικού μηχανισμού, και χωρίς συνείδηση με ποιον τρόπο αυτά τα στοιχεία γεννούν σημασία σε έναν ξένο πολιτισμό, καταδικάζει σε αποτυχία κάθε απόπειρα διαπολιτισμικής επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, η άγνοια των πολιτισμικών παραμέτρων εξουδετερώνει τη δημιουργική κατανόηση και οδηγεί σε γραμμική και άκριτη μεταφορά δομών της γλώσσας-πηγή στη γλώσσα-στόχο. Οδηγεί, δηλαδή, στην άκριτη μεταφορά δομών σκέψης του πολιτισμού-πηγή στον πολιτισμό-στόχο». Και συνεχίζει λέγοντας ότι «Η εξοικείωση του μεταφραστή με τους πολιτισμούς στους οποίους εργάζεται είναι απαραίτητη, ώστε πρώτον να έχει εκείνες τις γνώσεις και την εμπειρία που θα υποστηρίξουν την κατανόηση του πολιτισμού-στόχου, και, δεύτερον, να είναι σε θέση να εκτιμήσει τα κριτήρια αποδoχής, προκειμένου να συγκλίνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό με τις επικοινωνιακές προδιαγραφές που καλείται να σεβαστεί».
Ο επιδέξιος μεταφραστής νομικών κειμένων, λοιπόν, στα πλαίσια της διαπολιτισμικής επικοινωνίας, θα πρέπει να διαθέτει επίγνωση της νομικής κουλτούρας δύο χωρών και να ενημερώνεται συνεχώς γύρω από τη νέα νομοθεσία, τη νομολογία και τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα τόσο στη δική του, όσο και στην ξένη έννομη τάξη.
Εύα Αγγελοπούλου