Our Blog

Share this post

Ένα νομικό κείμενο αποτυπώνει πάντα μια συγκεκριμένη έννομη τάξη, με την έννοια ότι στηρίζεται στους νόμους, κανόνες και ρυθμίσεις της έννομης αυτής τάξης. Η έννομή τάξη με τη σειρά της είναι προϊόν του πολιτισμού μιας χώρας, καθώς δημιουργείται από τις ανάγκες του τελευταίου και στοχεύει να ρυθμίσει αρμονικά τη συμβίωση όσων ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτισμό. Με την έννοια λοιπόν αυτή το δίκαιο είναι αναπόσπαστό κομμάτι του πολιτισμού και, καθώς κανένας πολιτισμός δεν είναι ίδιος με κάποιον άλλο, κατά συνέπεια καμία έννομη τάξη δεν μπορεί να είναι ίδια με κάποια άλλη, ακόμη κι ανήκουν στο ίδιο σύστημα δικαίου. Λογικό είναι επομένως και ως ένα βαθμό αναμενόμενο από τους νομικούς μεταφραστές ότι θα ανακύψουν δυσκολίες κατά τη μεταφορά ενός νομικού κειμένου από μια έννομή τάξη σε άλλη, λόγω των διαφορών ή ασυμβατοτήτων των εμπλεκόμενων εννόμων τάξεων, οι οποίες δεν μπορεί παρά να αποτυπώνονται και στην αντίστοιχη νομική γλώσσα, αφού η τελευταία είναι ο φορέας έκφρασης του εκάστοτε δικαίου.

Οι διαφορές λοιπόν μεταξύ του πολιτισμού-πηγή και του πολιτισμού-στόχου δημιουργούν ασυμβατότητες στα νομικά κείμενα. Οι ασυμβατότητες αυτές μπορεί να  λάβουν διάφορες μορφές, στην ανάρτηση όμως αυτή θα ασχοληθούμε με τη συχνότερη ίσως μορφή ασυμβατότητας που συναντάμε στα νομικά κείμενα, η οποία ανακύπτει λόγω ανυπαρξίας πραγματικοτήτων (θεσμών, εννοιών και συστημάτων) του ενός πολιτισμού στους κόλπους του άλλου, τη λεγόμενη πραγματολογική ασυμβατότητα. Ποιός επαγγελματίας νομικός μεταφραστής δεν έχει συναντήσει όρους, φράσεις ή έννοιες σε νομικά κείμενα που αποδίδουν πραγματικότητες που υπάρχουν στον πολιτισμό-πηγή, χωρίς όμως οι ίδιες πραγματικότητες να υπάρχουν στον πολιτισμό-στόχο; Ένα παράδειγμα πραγματολογικής ασυμβατότητας που συνάντησα πρόσφατα κατά τη μετάφραση ενός αγγλικού νομικού κειμένου προς τα ελληνικά αποτελεί ο όρος fiduciary. Mε το γενικό αυτό όρο, που συναντάται στα συστήματα του Κοινοδικαίου, γίνεται αναφορά στο πρόσωπο το οποίο κάποιος εμπιστεύεται με την διαχείριση των υποθέσεών του. Ο fiduciary αναλαμβάνει να δράσει με καλή πίστη για λογαριασμό και προς όφελος του προσώπου που τον εμπιστεύθηκε σε κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα. Στα δίγλωσσα νομικά λεξικά ο όρος αυτός συχνά μεταφράζεται στα ελληνικά ως θεματοφύλακας. Ο όρος όμως αυτός αναφέρεται στην ειδική σύμβαση παρακαταθήκης του ΑΚ με βάση την οποία «ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί». Ο επαγγελματίας λοιπόν νομικός μεταφραστής που διαθέτει γνώσεις ενοχικού δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης σύντομα θα διαπιστώσει όχι μόνο ότι ο όρος fiduciary δεν μπορεί να μεταφραστεί ως θεματοφύλακας, αφού η fiduciary relationship δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά τη φύλαξη κινητού πράγματος, αλλά και ότι δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος στο ελληνικό δίκαιο, ο οποίος να αποδίδει την ίδια ακριβώς έννοια και να έχει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο.

Με ποιό τρόπο λοιπόν καλείται ο νομικός μεταφραστής να λύσει αυτές τις νομικές ασυμβατότητες;

Με το ερώτημα αυτό θα ασχοληθούμε σε επόμενη ανάρτηση. Στο μεταξύ, περισσότερα  ως προς τις ασυμβατότητες των νομικών κειμένων και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να τις προσεγγίσει ο νομικός μεταφραστής, μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο αυτό του Στέφανου Βλαχόπουλου στα ελληνικά ή στο άρθρο αυτό της Radegundis Stolze στα αγγλικά.

 

By Eva Angelopoulou

Comments ( 1 )
  • ΠΟΛΙΤΙΣ&M... says:

    […] Ένα νομικό κείμενο αποτυπώνει πάντα μια συγκεκριμένη έννομη τάξη, με την έννοια ότι στηρίζεται στους νόμους, κανόνες και ρυθμίσεις της έννομης αυτής τάξης. Η έννομή τάξη με τη σειρά της είνα  […]

Leave A Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *